-
1 стопор
ο αναστολέας, η ασφάλεια, το κλείστρο, το εμπόδιστροвинтовой - мор. ο κοχλιωτός κατοχέας (προς συγκράτηση της αλύσεωςрулевой - мор. το χαλινωτήριο του πηδαλίουцепной - мор. о κατο-χεύς/κατοχέας της αλυσίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стопор
-
2 задрайка
мор. το κλείστρ/οο τύλος σφήνωσηςдверная - πόρτας/θύραςсредняя дверная клиновая - μεσαίο σφηνοειδές - θύρας/πόρταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задрайка